παράλογος

παράλογος
παράλληλ-ος, ον, (
A

λόγος 1

, IV. 1 fin.) beyond calculation, unexpected, unlooked for, ἄτοπον καὶ π. Arist. de An. 411a14 ;

π. τι ἡ τύχη Id.Ph. 197a18

;

π. ἀτυχήματα Id.Rh. 1374b7

;

εὐδίαι Id.HA599b15

; αἱ π. τῶν βαρβάρων ἔφοδοι casual, uncertain, Plb.2.35.6 ; strange,

π. πόθος Palaeph.52

;

π. καὶ ἀπρεπὴς βούλησις Hdn.1.16.4

; παράλογον, τό, an unexpected event,

τὰ π. τῆς τύχης D.S. 17.66

, etc.; εἴ τι σπάνιον καὶ ὡς ἐν παραλόγῳ abnormal, Thphr.CP1.3.2 (but παράλογα, over-portions of food given to guests which were not to be reckoned upon, X.Lac.5.3). Adv.

-γως Hp.Aph.2.27

, etc.;

τοὺς π. δυστυχοῦντας D.27.68

, cf. Arist.EN1135b16 : [comp] Sup.

-ώτατα J.BJ2.19.7

.
2 (

λόγος 111

) beyond reason, unreasonable,

τὰ π. καὶ ἄτοπα Plu.2.626e

, etc.;

ἐν παραλόγῳ ποιεῖσθαί τι App.BC2.146

; παράδοξα μέν, οὐ μὴν π. Cleanth. ap. Arr.Epict.4.1.173. Adv. -γως, εἰκῇ καὶ π. Plb.1.74.14
, etc.
3 Gramm., contrary to analogy or rule, irregular, A.D.Pron.27.26, al.
4 Adv. -γως fraudulently, OGI 665.33 (Egypt, i A.D.).
II [full] παράλογος, , as Subst., incalculable element, τοῦ πολέμου ὁ π. Th.1.78 ; πολύς, μέγας ὁ π., the event is much, greatly contrary to calculation, Id.3.16, 7.55 ; τὸν π. τοσοῦτον ποιῆσαι τοῖς Ἕλλησι τῆς δυνάμεως, i. e. so belied the calculations of the Greeks, ib.28 ; ἐν τοῖς ἀνθρωπείοις τοῦ βίου παραλόγοις by miscalculations such as men make, Id.8.24 ;

τὸ πλείστῳ παραλόγῳ ξυμβαῖνον Id.2.61

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παράλογος — beyond calculation masc/fem nom sg παράλογος beyond calculation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλογος — η, ο, ΝΑ αυτός που λέγεται ή γίνεται αντίθετα με τον ορθό λόγο, έξω από τους κανόνες τής λογικής, άλογος («παράλογες αξιώσεις») 2. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει όταν και όπως δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, ανέλπιστος («τὰς αἰφνιδίους καὶ …   Dictionary of Greek

  • παράλογος — η, ο αυτός που δε συμφωνεί με τη λογική, ο άστοχος, ασύνετος, ανόητος, ο μη λογικός: Με το μεθυσμένο υπάρχει συνεννόηση, με τον παράλογο όχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλογώτερον — παράλογος beyond calculation masc acc comp sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc comp sg παράλογος beyond calculation adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλόγως — παράλογος beyond calculation adverbial παράλογος beyond calculation masc/fem acc pl (doric) παράλογος beyond calculation masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλογον — παράλογος beyond calculation masc/fem acc sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc sg παράλογος beyond calculation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογωτάτων — παράλογος beyond calculation fem gen superl pl παράλογος beyond calculation masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογωτέρων — παράλογος beyond calculation fem gen comp pl παράλογος beyond calculation masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογώτατα — παράλογος beyond calculation adverbial superl παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογώτατον — παράλογος beyond calculation masc acc superl sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλόγοις — παράλογος beyond calculation masc/fem/neut dat pl παράλογος beyond calculation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”